- ταπεινωμένος
- η , ο приниженный, униженный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυριοταπεινωμένος — μυριοταπεινωμένος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ταπεινωθεί πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ταπεινωμένος] … Dictionary of Greek
προσπέφτω — Ν 1. πέφτω στα πόδια κάποιου για να τόν παρακαλέσω, ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον γονατιστός («μήτε πρόσπεσα στον ήσκιο σου και για να σού δεηθώ», Παλαμ.) 2. συνεκδ. παραδέχομαι το σφάλμα μου και ζητώ συγγνώμη ταπεινωμένος, ταπεινώνομαι μπροστά σε… … Dictionary of Greek
χαμαιριφής — ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής το φυτό χαμαίρωψ μσν. αρχ. 1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. εκκλ. ταπεινωμένος 3. (για πρόσ.) περιφρονημένος αρχ. χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Κλοντέλ, Πολ — (Paul Claudel, Βιλνέβ σιρ Φερ 1868 – Παρίσι 1955). Γάλλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Διαμόρφωσε την προσωπικότητά του ανάμεσα στους συμβολιστές ποιητές, συναναστράφηκε τον Μαλαρμέ και επηρεάστηκε βαθιά από την ποίηση του Ρεμπό. Η… … Dictionary of Greek
Κροίσος — (6ος αι. π.Χ.). Ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας (560 546 π.Χ.). Μετά την ενίσχυση της περσικής δύναμης, που υπήρξε έργο του Κύρου, διαισθάνθηκε την απειλή η οποία δημιουργήθηκε στα παλαιά σύνορα Λυδίας Περσίας στον ποταμό Άλυ (τα οποία είχαν… … Dictionary of Greek
ταπεινώνομαι — ταπεινώνομαι, ταπεινώθηκα, ταπεινωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταπεινώνω — ταπείνωσα, ταπεινώθηκα, ταπεινωμένος 1. φέρνω κάτι σε χαμηλότερη θέση, το χαμηλώνω. 2. εξευτελίζω, ρίχνω την περηφάνια κάποιου: Ταπεινώθηκε ο εχθρικός στρατός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)